ἀνορεξία — ἀνορεξίᾱ , ἀνορεξία want of desire fem nom/voc/acc dual ἀνορεξίᾱ , ἀνορεξία want of desire fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανορεξία — ανορεξία, η και ανορεξιά, η έλλειψη όρεξης, δυσθυμία, ακεφιά: Το παιδί εδώ και κάμποσο καιρό έχει ανορεξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνορεξίᾳ — ἀνορεξίᾱͅ , ἀνορεξία want of desire fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… … Dictionary of Greek
ἀνορεξίας — ἀνορεξίᾱς , ἀνορεξία want of desire fem acc pl ἀνορεξίᾱς , ἀνορεξία want of desire fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεξίαι — ἀνορεξίᾱͅ , ἀνορεξία want of desire fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεξίαν — ἀνορεξίᾱν , ἀνορεξία want of desire fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεξίαις — ἀνορεξία want of desire fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεξίῃ — ἀνορεξία want of desire fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… … Dictionary of Greek